The Forbidden Blog
Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

ΔΥΣΑΡΕΣΤΗΜΕΝΟΙ ΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΤΗΣ Β’/ΒΑΘΜΙΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ

Βαρύ το πρόγραμμα, ρηχή η σκέψη της εκπαίδευσης

* Μαθητές-«παπαγάλοι», καθηγητές «ανεξεταστέοι»...

Σε «παπαγαλάκια» εξελίσσονται οι μαθητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, αφού το σημερινό σχολείο σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ δεν αναπτύσσει την κριτική σκέψη. Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς βασίζεται στις απαντήσεις των ίδιων των εκπαιδευτικών που μάλιστα σε μεγάλο βαθμό που αγγίζει το 88,9%, παραδέχονται ότι η επιμόρφωσή τους στα νέα προγράμματα σπουδών και στα βιβλία της ειδικότητάς τους είναι σχεδόν ανύπαρκτη.



Στην έρευνα που είχε ως βασικό θέμα τις πρόσφατες αλλαγές στα προγράµµατα σπουδών και τα βιβλία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης συμμετείχαν 1475 εκπαιδευτικοί όλων των γυμνασίων, λυκείων και ειδικών τύπων σχολεία όπως εσπερινά, αθλητικά, μουσικά κ.λ.π.

Η συντριπτική πλειοψηφία των καθηγητών (άνω του 80%) θεωρούν ότι είναι επιβαρημένο το ωρολόγιο πρόγραμμα των σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σε μεγάλο βαθμό, με την καθιέρωση 7ωρου και 8ωρου ημερήσιου προγράμματος. «Αν σε αυτήν την επιβάρυνση προστεθεί και αυτή των εξωσχολικών δραστηριοτήτων, γίνονται αντιληπτοί οι σοβαροί κίνδυνοι για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη των νέων», αναφέρουν οι εκπαιδευτικοί.

Αρνητικά αξιολογείται από τους ερωτώμενους το ισχύον σχολικό πρόγραμμα στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση σε ό,τι αφορά τη συμβολή του στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, της αυτενέργειας και των δημιουργικών ικανοτήτων των μαθητών/τριών. Ειδικότερα το άθροισμα όσων απαντούν «καθόλου» (7,7%) και «λίγο» (59,7%) φτάνει το 67,4%, ενώ το άθροισμα όσων επιλέγουν «αρκετά» (29,3%) και «πολύ» (3,3%) βρίσκεται στο 32,6%.

Εν τω μεταξύ, οι εκπαιδευτικοί διεκδικούν ουσιαστικό ρόλο στη διαδικασία διαμόρφωσης των σχολικών προγραμμάτων και των σχολικών βιβλίων, με ότι συνεπάγεται αυτό. Μάλιστα από τις απαντήσεις τους συνάγεται ότι έμφαση δίνεται κατά πρώτο λόγο στο ρόλο των ιδίων εκπαιδευτικών (92%) και κατά δεύτερο λόγο στο υπουργείο Παιδείας και τα όργανά του (76,1%). Επίσης, σε σημαντικό βαθμό αποδέχονται τη συμμετοχή και των άλλων μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας (μαθητών/τριών σε ποσοστό 35,1% και γονέων σε ποσοστό 28,4%). Παράλληλα, μικρό είναι το ποσοστό των καθηγητών που αποδέχονται την πρακτική του ενός βιβλίου.

Οι εκπαιδευτικοί δείχνουν σαφή προτίμηση στην ύπαρξη ενός βιβλίου που θα προσφέρει πολλαπλή πρόσβαση στη γνώση μέσω καλά οργανωμένων σχολικών βιβλιοθηκών (54,6%).

Στην ερώτηση που αφορά το αν υπήρξε επαρκής η επιµόρφωση των εκπαιδευτικών από την Πολιτεία στα νέα προγράµµατα σπουδών και στα αντίστοιχα βιβλία της ειδικότητάς τους η συντριπτική πλειονότητα των απαντήσεων συγκεντρώνονται στο «καθόλου» (ποσοστό 32,1%) και στο «λίγο» (ποσοστό 56,8%), µε συνολικό ποσοστό αρνητικών κριτικών: 88,9%. «Αρκετά» απαντούν το 10,4% και πολύ το 0,7% (άθροισµα: 11,1%).

Επιπλέον, στο πόρισμα της έρευνας σημειώνεται ότι η περιοδική, μακράς διάρκειας επιµόρφωση των εκπαιδευτικών έχει καταργηθεί τα τελευταία χρόνια, ενώ και τα ταχύρρυθµα επιµορφωτικά σεµινάρια των εκπαιδευτικών για τη χρήση των νέων βιβλίων οργανώθηκαν µε απαράδεκτη προχειρότητα µε αποτέλεσµα να ενισχύσουν το άγχος των εκπαιδευτικών αντί να τους µεταδώσουν την αίσθηση της επάρκειας και της ασφάλειας. Τα βιβλία έφθαναν στα σχολεία κυριολεκτικά «την τελευταία στιγµή», µε την έναρξη των µαθηµάτων το Σεπτέµβρη, χωρίς να έχει προηγουµένως ακουστεί η γνώµη των εκπαιδευτικών που καλούνταν να τα διδάξουν, χωρίς επαρκή ενηµέρωση και προετοιµασία, και µε περιεχόµενο αµφισβητούµενο και προβληµατικό, σε μεγάλο βαθµό, από επιστηµονική και παιδαγωγική άποψη. Προσανατολισµένα στη «λογική της αγοράς, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της ανταγωνιστικότητας και της επιχειρηµατικότητας, δεν ήταν δυνατό να προωθήσουν την απελευθερωτική παιδεία που ζητούν οι σύγχρονοι πολίτες.

Σηµειώνεται, επίσης, ότι στο όλο εγχείρηµα αγνοήθηκε η ανάγκη της εφαρµογής ενός σταδίου δοκιµαστικής χρήσης των νέων βιβλίων, µε σκοπό τη βελτίωσή τους πριν αποσταλούν σε όλα τα σχολεία.

Αρνητικές ήταν όμως και οι τοποθετήσεις των εκπαιδευτικών στο θέμα της επάρκειας της διαθέσιµης υλικοτεχνικής υποδοµής του σχολείου (εργαστήρια, χώροι, εξοπλισµός,...) για την εφαρµογή του προγράµµατος σπουδών στα µαθήµατα της ειδικότητάς τους.

Συγκεκριμένα το 24,2% απαντά ότι η διαθέσιµη υλικοτεχνική υποδοµή δεν επαρκεί «καθόλου» ενώ «λίγο» το 47,2%, µε άθροισµα αρνητικών τοποθετήσεων 71,4%. Αντίθετα, «αρκετά» απαντούν το 22,5% και «πολύ» το 6,2% (σύνολο θετικών απαντήσεων: 28,7%).

Συντριπτικά υπερέχουν οι θετικές απαντήσεις στην ερώτηση που αφορά την αξιοποίηση των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας για την αναζήτηση γνώσεων και πληροφοριών. Το 47,6% των εκπαιδευτικών απαντά ότι οι νέες τεχνολογίες βοηθούν «πολύ» τη μαθησιακή διαδικασία και «αρκετά» το 42,1%, , ενώ είναι πολύ περιορισµένες οι απαντήσεις που επιλέγουν το «λίγο» (9,6%) ή το «καθόλου» (0,7%). Φαίνεται ότι, σε αντίθεση µε παλαιότερες έρευνες, που συχνά έδειχναν µία επιφυλακτική ή και φοβική στάση απέναντι στις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνίας, η αξιοποίησή τους θεωρείται πλέον βασικό συστατικό στοιχείο της μαθησιακής διαδικασίας.

Επιμέλεια: Νατάσα Πολυγένη
Εφημερίδα "Ελευθερία", 12 Μαΐου 2008
(http://www.eleftheria.gr/...)

Σχετικές Αναρτήσεις ανά Κατηγορία



Widget by Hoctro | Jack Book

Μετάφραση σε/Translate to: